↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καλπουζάνος οι καλπουζάνοι
      γενική του καλπουζάνου των καλπουζάνων
    αιτιατική τον καλπουζάνο τους καλπουζάνους
     κλητική καλπουζάνε καλπουζάνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καλπουζάνος < (άμεσο δάνειο) τουρκική kalpazan < περσική قلب زن (qalb zan)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καλπουζάνος αρσενικό (θηλυκό: καλπουζάνα)

  1. αυτός που φτιάχνει κάλπικα νομίσματα
     συνώνυμα: κιβδηλοποιός, παραχαράκτης, πλαστογράφος
  2. (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά) άνθρωπος που φέρεται δόλια
     συνώνυμα: απατεώνας, δόλιος, ανέντιμος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία