καλπουζάνικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλπουζάνικος < καλπουζάνος + -ικος < γαλλική kalpazan
Επίθετο επεξεργασία
καλπουζάνικος
- που έχει σχέση με καλπουζάνο ή καλπουζανιά ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καλπουζάνος
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλπουζάνικος
|