κάσσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάσσα | οι | κάσσες |
γενική | της | κάσσας | των | κασσών |
αιτιατική | την | κάσσα | τις | κάσσες |
κλητική | κάσσα | κάσσες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κάσσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική cassa < λατινική capsa < capio < πρωτοϊταλική *kapjō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *keh₂p- (πιάνω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάσσα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία κάσσα
|
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κάσσᾰ | αἱ | κάσσαι |
γενική | τῆς | κάσσης | τῶν | κασσῶν |
δοτική | τῇ | κάσσῃ | ταῖς | κάσσαις |
αιτιατική | τὴν | κάσσᾰν | τὰς | κάσσᾱς |
κλητική ὦ! | κάσσᾰ | κάσσαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κάσσᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κάσσαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακάσσα θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- κάσσα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.