ιόχρους
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | ιόχρους | το | ιόχρουν | ||
γενική | του/της | ιόχρου | του | ιόχρου | ||
αιτιατική | τον/την | ιόχρου | το | ιόχρουν | ||
κλητική | ιόχρους* | ιόχρουν* | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | ιόχροες | τα | ιόχροα | ||
γενική | των | ιοχρόων | των | ιοχρόων | ||
αιτιατική | τους/τις | ιόχροες | τα | ιόχροα | ||
κλητική | ιόχροες | ιόχροα | ||||
* Η κλητική πτώση, σπάνια. Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος. | ||||||
Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ιόχρους < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἰόχρους.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ιο- (< αρχαία ελληνική ἴον μενεξές) + -χρους (< χρώς δέρμα, χρώμα δέρματος).[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈo.xɾus/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐ό‐χρους
Επίθετο
επεξεργασίαιόχρους, -ους, -ουν
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ἰόχρους-οος-ουν-οον - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ↑ «ιόχρους, -ους, -ουν» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)