ιχνηλατήσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιχνηλατήσιμος < ιχνηλατώ + -σιμος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική traceable (→ δείτε τις λέξεις trace και able • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο επεξεργασία
ιχνηλατήσιμος -η, -ο
- (νεολογισμός) που μπορεί να εντοπιστεί από ένα ίχνος, που μπορεί να ανιχνευθεί, ανιχνεύσιμος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιχνηλατήσιμος
|