↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ινσουλινοεξαρτώμενος η ινσουλινοεξαρτώμενη το ινσουλινοεξαρτώμενο
      γενική του ινσουλινοεξαρτώμενου της ινσουλινοεξαρτώμενης του ινσουλινοεξαρτώμενου
    αιτιατική τον ινσουλινοεξαρτώμενο την ινσουλινοεξαρτώμενη το ινσουλινοεξαρτώμενο
     κλητική ινσουλινοεξαρτώμενε ινσουλινοεξαρτώμενη ινσουλινοεξαρτώμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ινσουλινοεξαρτώμενοι οι ινσουλινοεξαρτώμενες τα ινσουλινοεξαρτώμενα
      γενική των ινσουλινοεξαρτώμενων των ινσουλινοεξαρτώμενων των ινσουλινοεξαρτώμενων
    αιτιατική τους ινσουλινοεξαρτώμενους τις ινσουλινοεξαρτώμενες τα ινσουλινοεξαρτώμενα
     κλητική ινσουλινοεξαρτώμενοι ινσουλινοεξαρτώμενες ινσουλινοεξαρτώμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ινσουλινοεξαρτώμενος < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική insulinodépendant ή την αγγλική insulin-dependent. Μορφολογικά αναλύεται σε ινσουλίν(η) + -ο- + εξαρτώμενος.

ινσουλινοεξαρτώμενος, -η, -ο

  1. (νεολογισμός, ιατρική) σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1
  2. (νεολογισμός, ιατρική) που πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία