ινσουλίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ινσουλίνη < διεθνής ορολογία insulin < λατινική insula (νησί) + -in (-ίνη)
- Η ινσουλίνη παράγεται στις λεγόμενες «νησίδες του Langerhans», στο πάγκρεας. Ο Edward Albert Sharpey-Schafer επινόησε τον όρο το 1916 για τις ουσίες που παράγονται σε αυτές τις νησίδες.
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /in.suˈli.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ιν‐σου‐λί‐νη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ινσουλίνη θηλυκό
- (βιοχημεία) ορμόνη που ρυθμίζει τον μεταβολισμό των υδρογονανθράκων
- (φαρμακευτική) κυρίαρχο φάρμακο της κατηγορίας των αντιδιαβητικών, το οποίο και διακρίνεται σε βραχείας, ενδιάμεσης και παρατεταμένης δράσης
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
ινσουλίνη στη Βικιπαίδεια