insulino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- insulino < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | insulino | insulinoj |
αιτιατική | insulinon | insulinojn |
insulino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | insulino | insulinoj |
αιτιατική | insulinon | insulinojn |
insulino (eo)