ινσουλινοθεραπεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ινσουλινοθεραπεία (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική insulinothérapie ή την αγγλική insulin therapy. Μορφολογικά αναλύεται σε ινσουλίν(η) + -ο- + θεραπεία.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαινσουλινοθεραπεία θηλυκό
- (ιατρική, νεολογισμός) θεραπεία με χορήγηση ινσουλίνης σε ασθενείς που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ινσουλινοθεραπεία
Πηγές
επεξεργασία- ινσουλινοθεραπεία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ινσουλινοθεραπεία - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr