↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ινσουλινοθεραπεία οι ινσουλινοθεραπείες
      γενική της ινσουλινοθεραπείας των ινσουλινοθεραπειών
    αιτιατική την ινσουλινοθεραπεία τις ινσουλινοθεραπείες
     κλητική ινσουλινοθεραπεία ινσουλινοθεραπείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ινσουλινοθεραπεία (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική insulinothérapie ή την αγγλική insulin therapy. Μορφολογικά αναλύεται σε ινσουλίν(η) + -ο- + θεραπεία.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ινσουλινοθεραπεία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία