ιμπρεσιονισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ιμπρεσιονισμός | οι | ιμπρεσιονισμοί |
γενική | του | ιμπρεσιονισμού | των | ιμπρεσιονισμών |
αιτιατική | τον | ιμπρεσιονισμό | τους | ιμπρεσιονισμούς |
κλητική | ιμπρεσιονισμέ | ιμπρεσιονισμοί | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ιμπρεσιονισμός < ορθογραφικό δάνειο από τη γαλλική impressionnisme[1] < impression (εντύπωση) + -isme (-ισμός) < λατινική impressio < impressus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος imprimo < premo. Από τον πίνακα (1872) του Claude Monet (Κλοντ Μονέ), «Impression, soleil levant» (Εντύπωση, ανατέλλων ήλιος).[2] Δείτε και εμπρεσιονισμός.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /im.pɾe.si̯o.niˈzmos/ & /im.pɾe.si.o.niˈzmos/ επίσης im.bɾe.si.o.niˈzmos
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐μπρε‐σι‐ο‐νι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιμπρεσιονισμός αρσενικό
- (τέχνη) ρεύμα της ευρωπαϊκής τέχνης του τέλους του 19ου αιώνα, κυρίως στη ζωγραφική, με χαρακτηριστικά την αποτύπωση της οπτικής ή ψυχολογικής εντύπωσης, όπως οι αντανακλάσεις του φωτός, παρά της ρεαλιστικής απεικόνισης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ιμπρεσιονισμός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ιμπρεσιονισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.