premo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | premo | premoj |
αιτιατική | premon | premojn |
premo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | premo | premoj |
αιτιατική | premon | premojn |
premo (eo)