impressionnisme
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛ̃.pʁɛ.sjɔ.nism/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
impressionnisme | impressionnismes |
impressionnisme (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
impressionnisme | impressionnismes |
impressionnisme (fr) αρσενικό