ιμπρεσιονιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιμπρεσιονιστικός < ιμπρεσιονιστ(ής) + -ικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /im.pɾe.si̯o.ni.stiˈkos/ & /im.bɾe.si.o.ni.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐μπρε‐σι‐ο‐νι‐στι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
ιμπρεσιονιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον ιμπρεσιονισμό ή τον ιμπρεσιονιστή ή αναφέρεται σ' αυτούς
- που έχει υποκειμενικό χαρακτήρα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ιμπρεσιονιστικά
- → δείτε τη λέξη ιμπρεσιονισμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιμπρεσιονιστικός
|