Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιαγουάρος οι ιαγουάροι
      γενική του ιαγουάρου των ιαγουάρων
    αιτιατική τον ιαγουάρο τους ιαγουάρους
     κλητική ιαγουάρε ιαγουάροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ένας ιαγουάρος.

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιαγουάρος < πορτογαλική jaguar < τούπι yaguara (σκύλος, θηρίο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιαγουάρος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία