↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιαγουάρος οι ιαγουάροι
      γενική του ιαγουάρου των ιαγουάρων
    αιτιατική τον ιαγουάρο τους ιαγουάρους
     κλητική ιαγουάρε ιαγουάροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ένας ιαγουάρος.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιαγουάρος < πορτογαλική jaguar < τούπι yaguara (σκύλος, θηρίο)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ιαγουάρος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία