θρούμπι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θρούμπι | τα | θρούμπια |
γενική | του | θρουμπιού | των | θρουμπιών |
αιτιατική | το | θρούμπι | τα | θρούμπια |
κλητική | θρούμπι | θρούμπια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θρούμπι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θρύμβη, *θρούμβη με μεταπλασμό σε ουδάτερο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θύμβρα (αρχαία προφορά με [mb]) με μετάθεση του [ɾ][1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈθɾum.bi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θρού‐μπι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθρούμπι ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θρούμπι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ θρούμπι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας