Δείτε επίσης: θρούμπη, θρούμπα
 
Satureja thymbra
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θρούμπι τα θρούμπια
      γενική του θρουμπιού των θρουμπιών
    αιτιατική το θρούμπι τα θρούμπια
     κλητική θρούμπι θρούμπια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θρούμπι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θρύμβη, *θρούμβη με μεταπλασμό σε ουδάτερο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θύμβρα (αρχαία προφορά με [mb]) με μετάθεση του [ɾ][1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈθɾum.bi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θρού‐μπι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θρούμπι ουδέτερο

  1. (φυτό) ποώδες αρωματικό φυτό (θάμνος) της οικογένειας των Χειλανθών
  2. (φυτό) το θυμάρι

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία