θρούμπη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θρούμπη | οι | θρούμπες |
γενική | της | θρούμπης | — | |
αιτιατική | τη | θρούμπη | τις | θρούμπες |
κλητική | θρούμπη | θρούμπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θρούμπη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θρύμβη < αρχαία ελληνική θύμβρα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈθɾum.bi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θρού‐μπη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθρούμπη θηλυκό
- (φυτό) άλλη μορφή του θρούμπι
- (φυτό) το θυμάρι