• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

θρούμπη

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : θρούμπι, θρούμπα

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
Satureja thymbra
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θρούμπη οι θρούμπες
      γενική της θρούμπης —
    αιτιατική τη θρούμπη τις θρούμπες
     κλητική θρούμπη θρούμπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
θρούμπη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θρύμβη < αρχαία ελληνική θύμβρα

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈθɾum.bi/
τυπογραφικός συλλαβισμός : θρού‐μπη

Ουσιαστικό

επεξεργασία

θρούμπη θηλυκό

  1. (φυτό) άλλη μορφή του θρούμπι
  2. (φυτό) το θυμάρι

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    θρούμπη
  • → δείτε τις λέξεις θρούμπι και θυμάρι
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=θρούμπη&oldid=5640154"
Τελευταία επεξεργασία στις 17 Δεκεμβρίου 2022, στις 19:48

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 17 Δεκεμβρίου 2022, στις 19:48.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας