Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηλιόσφαιρα οι ηλιόσφαιρες
      γενική της ηλιόσφαιρας των ηλιοσφαιρών
    αιτιατική την ηλιόσφαιρα τις ηλιόσφαιρες
     κλητική ηλιόσφαιρα ηλιόσφαιρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Χάρτης ηλιόσφαιρας.

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηλιόσφαιρα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική heliosphere < αρχαία ελληνικά ἥλιος (ηλιό- + σφαῖρα (σφαίρα) (Χρειάζεται τεκμηρίωση)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.liˈo.sfe.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐λι‐ό‐σφαι‐ρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ηλιόσφαιρα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr