ηλιόσφαιρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ηλιόσφαιρα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική heliosphere < αρχαία ελληνικά ἥλιος (ηλιό- + σφαῖρα (σφαίρα) (Χρειάζεται τεκμηρίωση)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.liˈo.sfe.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐λι‐ό‐σφαι‐ρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ηλιόσφαιρα θηλυκό
- (νεολογισμός, αστρονομία) διαστρική περιοχή (με μεταβαλλόμενη ταχύτητα, πυκνότητα, μαγνητικό πεδίο και θερμοκρασία) με υδρογόνο, ήλιο και άλλα υλικά από τον ήλιο, που φτάνουν εκεί με τον ηλιακό άνεμο
- ※ Το δεύτερο σύνολο μετρήσεων που πραγματοποίησε το «Voyager-2» αποκάλυψε ακόμα περισσότερα στοιχεία για τη φύση των ορίων της Ηλιόσφαιρας, κυρίως επειδή το ειδικό όργανο του σκάφους, που είχε σχεδιαστεί για να μετράει τις ιδιότητες του πλάσματος, έσπασε το 1980. (Στον διαστρικό χώρο το «Voyager-2», 40 χρόνια μετά την εκτόξευσή του, εφημερίδα Η Καθημερινή, 16 Νοεμβρίου 2019)
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηλιόσφαιρα
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr