ηλιόπαυση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ηλιόπαυση | οι | ηλιοπαύσεις |
γενική | της | ηλιόπαυσης* | των | ηλιοπαύσεων |
αιτιατική | την | ηλιόπαυση | τις | ηλιοπαύσεις |
κλητική | ηλιόπαυση | ηλιοπαύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ηλιοπαύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ηλιόπαυση < λόγιο ενδογενές δάνειο: heliopause, helio- (< αρχαία ελληνικά ἥλιος) + -pause (< αρχαία ελληνικά παῦσις). Μορφολογικά αναλύεται σε ηλιο- + παύση. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.liˈo.paf.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐λι‐ό‐παυ‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαηλιόπαυση θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (νεολογισμός, αστρονομία) το απώτατο όριο του ηλιακού (μας) συστήματος, το σημείο μέχρι το οποίο επιδρά ο ηλιακός άνεμος, του οποίου η απόσταση υπολογίζεται σε 120 αστρονομικές μονάδες (18 δισεκατομμύρια χιλιόμετρα)[1]
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ηλιόπαυση
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Βλ. Αλέξης Δεληβοριάς, «Τα όρια του Ηλιακού συστήματος», eef.edu.gr (Ίδρυμα Ευγενίδου)· πρόσβαση: 2024-02-04.