heliopaŭzo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | heliopaŭzo | heliopaŭzoj |
αιτιατική | heliopaŭzon | heliopaŭzojn |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /he.li.oˈpaw.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : he‐li‐o‐paŭ‐zo
Ουσιαστικό επεξεργασία
heliopaŭzo (eo)
- (αστρονομία) η ηλιόπαυση
Δείτε επίσης επεξεργασία
- heliosfero στην εσπεράντο Βικιπαίδεια