ηλιοθερμικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ηλιοθερμικός < ηλιο- + θερμικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική heliothermic < αρχαία ελληνική ἡλιο- + θερμικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.li.o.θeɾ.miˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐λι‐ο‐θερ‐μι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
ηλιοθερμικός, -ή, -ό
- που παράγει θερμότητα κάτω από την επίδραση του ηλιακού φωτός
- ※ Σε αντίθεση με άλλα ηλιακά πάρκα που βασίζονται σε φωτοβολταϊκά πάνελ, η εγκατάσταση του Ιβάνπα ακολουθεί τη λεγόμενη ηλιοθερμική προσέγγιση: σχεδόν 350.000 τηλεχειριζόμενοι καθρέπτες, ο καθένας σε μέγεθος γκαραζόπορτας, ανακλούν την ηλιακή ακτινοβολία και την εστιάζουν πάνω σε τρεις πύργους με ύψος 229 μέτρα, όσο ένας ουρανοξύστης 69 ορόφων. (*)
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηλιοθερμικός