Δείτε επίσης: ζῳοφάγος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ζωοφάγος οι ζωοφάγοι
      γενική του/της ζωοφάγου των ζωοφάγων
    αιτιατική τον/τη ζωοφάγο τους/τις ζωοφάγους
     κλητική ζωοφάγε ζωοφάγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζωοφάγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζῳοφάγος. Συγχρονικά αναλύεται σε ζωο- + -φάγος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /zo.oˈfa.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζω‐ο‐φά‐γος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζωοφάγος αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία