ζαγάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζαγάρι | τα | ζαγάρια |
γενική | του | ζαγαριού | των | ζαγαριών |
αιτιατική | το | ζαγάρι | τα | ζαγάρια |
κλητική | ζαγάρι | ζαγάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζαγάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζαγάρι(ο)ν < οθωμανική τουρκική زغر (τουρκική zağar)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zaˈɣa.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζα‐γά‐ρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζαγάρι ουδέτερο
- (δημοτική, λαϊκότροπο) κυνηγόσκυλο
- ※ 19ος αιώνας, Γεώργιος Βιζυηνός, Ἀτθίδες Αὖραι, Ἡ βροχή, (1883), (απόσπασμα), στ. 15 (13-16)
- Καὶ καθὼς τὰ παλληκάρια
διοῦν κοπέλαις μὲ σταμνιά,
κυνηγοῦν σὰν τὰ ζαγάρια,
γιὰ νὰ πιάσουνε καμμιά.
- (μεταφορικά, προφορικό, μειωτικό) παλιόσκυλο, τιποτένιος άνθρωπος (γενικότερα μειωτικός, προσβλητικός, ή περιφρονητικός χαρακτηρισμός άδηλης σημασίας)
- (μεταφορικά, προφορικό, σπανιότερα εγκωμιαστικό) άτιμος
- ⮡ Βρε, το ζαγάρι, βρε το ατιμούλικο! Πάλι τα κατάφερε το παιδάκι μου!
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ζαγάρι
→ δείτε τις λέξεις κυνηγόσκυλο και τιποτένιος |
Πηγές
επεξεργασία- ζαγάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαζαγάρι ουδέτερο
- μορφή του ζαγάριν → δείτε τη λέξη ζαγάριον
- ※ 15ος αιώνας, Μπεργαδής, Ο απόκοπος, στίχ. 249 (247-252) @georgakas.lit.auth.gr
- Στὸν κόσμον νὰ πατήσαμεν, στὴν γῆν νὰ περπατοῦμαν
καὶ νὰ καβαλλικεύγαμεν, γεράκια νὰ βαστοῦμαν·
καὶ πρὶν ἐμᾶς νὰ σώσασιν στοὺς οἴκους τὰ ζαγάρια,
νὰ δόθην λόγος κ’ ἔρχουνται οἱ λείποντες – καθάρια,
νὰ ’δαμεν τίς νὰ ξέβηκεν εἰς συναπάντησίν μας
καὶ τίς νὰ μᾶς ἐδέχθηκεν στὴν πόρταν τῆς αὐλῆς μας·- Στυλιανός Αλεξίου (επιμ.), Μπεργαδής, Απόκοπος. Η Βοσκοπούλα [Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, ΠΟ 15], Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2002, σ. 7-42.
- Στὸν κόσμον νὰ πατήσαμεν, στὴν γῆν νὰ περπατοῦμαν
- ※ 16ος/17ος αιώνας ⌘ Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, Β στίχ. 79 (79-80) σελ. 82 Νικόλαος Γλυκύς, Εν Βενετία: Παρά Νικολάω Γλυκεί τω εξ Ιωαννίνων, 1813 / σελ. 67, Εν Βενετία: Εκ του τυπογραφείου του Αγίου Γεωργίου, 1860.
- Ὅσους κιʼ ἂν δῶ τοῦ Παλατιοῦ, ὡς καὶ μικρὸ ζαγάρι,
Μοῦ δίδουν ἀναγάλλιασιν γιὰ τὴν δική της χάρι.
- Ὅσους κιʼ ἂν δῶ τοῦ Παλατιοῦ, ὡς καὶ μικρὸ ζαγάρι,
- ※ 15ος αιώνας, Μπεργαδής, Ο απόκοπος, στίχ. 249 (247-252) @georgakas.lit.auth.gr
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασία- ζαγάρια (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού)
Πηγές
επεξεργασία- σελ. 130 1ου μέρους - Somavera, Alessio da / Ἀλέξιος ὁ Σουμαβέραιος (1709), Θησαυρός της ρωμαϊκής και της φραγκικής γλώσσας. Στο Παρίτζι:Από την τυπογραφίαν του Μιχαήλ Γκινιάρδ, ͵αψ΄ θ΄. Τesoro della lingua greca-volgare ed italiana. Parigi:Appresso Michele Guignard, M.DCC.IX. @anemi
- Δημώδης Γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. Από τον Διγενή Ακρίτη (12ος αιώνας) έως την πτώση της Κρήτης (1669)