ζαγάρι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζαγάρι | τα | ζαγάρια |
γενική | του | ζαγαριού | των | ζαγαριών |
αιτιατική | το | ζαγάρι | τα | ζαγάρια |
κλητική | ζαγάρι | ζαγάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ζαγάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζαγάρι(ο)ν < οθωμανική τουρκική زغر (τουρκική zağar)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /zaˈɣa.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζα‐γά‐ρι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ζαγάρι ουδέτερο
- (δημοτική, λαϊκότροπο) κυνηγόσκυλο
- → χρειάζεται παράθεμα από τον Βιζυηνό
- (μεταφορικά, προφορικό, μειωτικό) παλιόσκυλο, τιποτένιος άνθρωπος (γενικότερα μειωτικός, προσβλητικός, ή περιφρονητικός χαρακτηρισμός άδηλης σημασίας)
- (μεταφορικά, προφορικό, σπανιότερα εγκωμιαστικό) άτιμος
- ↪ Βρε, το ζαγάρι, βρε το ατιμούλικο! Πάλι τα κατάφερε το παιδάκι μου!
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ζαγάρι
→ δείτε τις λέξεις κυνηγόσκυλο και τιποτένιος |
ΠηγέςΕπεξεργασία
- ζαγάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ζαγάρι ουδέτερο
ΠηγέςΕπεξεργασία
- σελ. 130 1ου μέρους - Somavera, Alessio da / Ἀλέξιος ὁ Σουμαβέραιος (1709), Θησαυρός της ρωμαϊκής και της φραγκικής γλώσσας. Στο Παρίτζι:Από την τυπογραφίαν του Μιχαήλ Γκινιάρδ, ͵αψ΄ θ΄. Τesoro della lingua greca-volgare ed italiana. Parigi:Appresso Michele Guignard, M.DCC.IX. @anemi