ζαγάρι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζαγάρι | τα | ζαγάρια |
γενική | του | ζαγαριού | των | ζαγαριών |
αιτιατική | το | ζαγάρι | τα | ζαγάρια |
κλητική | ζαγάρι | ζαγάρια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ζαγάρι < μεσαιωνική ελληνική ζαγάρι(ο)ν < τουρκική zağar < οθωμανική τουρκική زغر (zaǧar)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ζαγάρι ουδέτερο
- (παρωχημένο) κυνηγόσκυλο
- (παρωχημένο) (μεταφορικά) τιποτένιος άνθρωπος καί γενικότερα μειωτικός, προσβλητικός, ή περιφρονητικός χαρακτηρισμός αδήλου σημασίας, το παλιόσκυλο