ζαγαρομάτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ζαγαρομάτης < μεσαιωνική ελληνική ζαγαρομάτης < ζαγάρ(ι) + -ο- + -μάτης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ζαγαρομάτης αρσενικό
- (παρωχημένο) αυτός που τα μάτια του είναι σαν του κυνηγόσκυλου ζαγαριού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ζαγαρομάτης
|