• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ζαγαρομάτης

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζαγαρομάτης οι ζαγαρομάτηδες
      γενική του ζαγαρομάτη των ζαγαρομάτηδων
    αιτιατική τον ζαγαρομάτη τους ζαγαρομάτηδες
     κλητική ζαγαρομάτη ζαγαρομάτηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ζαγαρομάτης < μεσαιωνική ελληνική ζαγαρομάτης < ζαγάρ(ι) + -ο- + -μάτης

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζαγαρομάτης αρσενικό

  • (παρωχημένο) αυτός που τα μάτια του είναι σαν του κυνηγόσκυλου ζαγαριού

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ζαγαρομάτης
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ζαγαρομάτης&oldid=7109574"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 14:16

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 14:16.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας