ζαγάριον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζαγάριον < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική زغر (zağar) < προέλευσης από την παλαιά τουρκική της Ανατολίας < αβέβαιης ετυμολογίας [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζαγάριον ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ زغر (Ottoman Turkish) στο αγγλικό Βικιλεξικό
Πηγές επεξεργασία
- ζαγάριον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ζαγάριον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].