Δείτε επίσης: ευγνώμων
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
εὐγνωμον-
ονομαστική / εὐγνώμων τὸ εὔγνωμον
      γενική τοῦ/τῆς εὐγνώμονος τοῦ εὐγνώμονος
      δοτική τῷ/τῇ εὐγνώμον τῷ εὐγνώμον
    αιτιατική τὸν/τὴν εὐγνώμον τὸ εὔγνωμον
     κλητική ! εὔγνωμον εὔγνωμον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ εὐγνώμονες τὰ εὐγνώμον
      γενική τῶν εὐγνωμόνων τῶν εὐγνωμόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς εὐγνώμοσῐ(ν) τοῖς εὐγνώμοσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς εὐγνώμονᾰς τὰ εὐγνώμον
     κλητική ! εὐγνώμονες εὐγνώμον
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εὐγνώμονε τὼ εὐγνώμονε
      γεν-δοτ τοῖν εὐγνωμόνοιν τοῖν εὐγνωμόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'εὐδαίμων' όπως «εὐδαίμων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
εὐγνώμων < (εὖ) εὐ- + -γνώμων