Δείτε επίσης: εὔσχημος, ευσχήμων, εὐσχήμων
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εύσχημος η εύσχημη το εύσχημο
      γενική του εύσχημου της εύσχημης του εύσχημου
    αιτιατική τον εύσχημο την εύσχημη το εύσχημο
     κλητική εύσχημε εύσχημη εύσχημο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εύσχημοι οι εύσχημες τα εύσχημα
      γενική των εύσχημων των εύσχημων των εύσχημων
    αιτιατική τους εύσχημους τις εύσχημες τα εύσχημα
     κλητική εύσχημοι εύσχημες εύσχημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εύσχημος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὔσχημος < αρχαία ελληνική εὐσχήμων < εὖ + σχῆμα < ἔχω. Συγχρονικά αναλύεται σε εύ- + -σχημος

  Επίθετο

επεξεργασία

εύσχημος, -η, -ο

  1. (λόγιο) ευπαρουσίαστος
  2. (λόγιο) ευλογοφανής, λογικοφανής, δικαιολογημένος, πειστικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία