πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευλογοφανής η ευλογοφανής το ευλογοφανές
      γενική του ευλογοφανούς* της ευλογοφανούς του ευλογοφανούς
    αιτιατική τον ευλογοφανή την ευλογοφανή το ευλογοφανές
     κλητική ευλογοφανή(ς) ευλογοφανής ευλογοφανές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευλογοφανείς οι ευλογοφανείς τα ευλογοφανή
      γενική των ευλογοφανών των ευλογοφανών των ευλογοφανών
    αιτιατική τους ευλογοφανείς τις ευλογοφανείς τα ευλογοφανή
     κλητική ευλογοφανείς ευλογοφανείς ευλογοφανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

ευλογοφανής

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία