λογικοφανής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λογικοφανής | η | λογικοφανής | το | λογικοφανές |
γενική | του | λογικοφανούς* | της | λογικοφανούς | του | λογικοφανούς |
αιτιατική | τον | λογικοφανή | τη | λογικοφανή | το | λογικοφανές |
κλητική | λογικοφανή(ς) | λογικοφανής | λογικοφανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λογικοφανείς | οι | λογικοφανείς | τα | λογικοφανή |
γενική | των | λογικοφανών | των | λογικοφανών | των | λογικοφανών |
αιτιατική | τους | λογικοφανείς | τις | λογικοφανείς | τα | λογικοφανή |
κλητική | λογικοφανείς | λογικοφανείς | λογικοφανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαλογικοφανής, -ής, -ές
- αυτός, αυτή, αυτό που εμφανίζεται ως λογικός, λογική, λογικό.
- λογικοφανές επιχείρημα
Συγγενικά
επεξεργασία- λογικοφάνεια
- → δείτε τις λέξεις λογικός, λόγος και φαίνομαι