ευπόρθητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /efˈpoɾ.θi.tos/
Επίθετο επεξεργασία
ευπόρθητος
- που εκπορθείται εύκολα
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευπόρθητος
|