Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πορθώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
πορθώ
<
αρχαία ελληνική
πορθέω
/
πορθῶ
<
πέρθω
<
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα
*
bheredh
-
κόβω
Ρήμα
επεξεργασία
πορθώ
(
παθητική φωνή
:
πορθούμαι
)
κατακτώ
,
λεηλατώ
,
αφανίζω
Συνώνυμα
επεξεργασία
εκπορθώ
Συγγενικά
επεξεργασία
απόρθητα
απόρθητος
δυσπόρθητος
εκπόρθηση
εκπορθητής
εκπορθώ
πορθητής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πορθώ
αρχαία ελληνικά
:
πορθέω
/
πορθῶ
γαλλικά
:
conquérir
(fr)
,
enlever
(fr)