εκπορθώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαεκπορθώ (παθητική φωνή: εκπορθούμαι)
- (κυριολεκτικά) κυριεύω κάποιο οχυρωμένο μέρος
- (μεταφορικά) κατακτώ, κάνω δικό μου
Συγγενικά
επεξεργασία- εκπόρθηση
- εκπορθητής
- → δείτε τη λέξη πορθώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκπορθώ | εκπορθούσα | θα εκπορθώ | να εκπορθώ | εκπορθώντας | |
β' ενικ. | εκπορθείς | εκπορθούσες | θα εκπορθείς | να εκπορθείς | ||
γ' ενικ. | εκπορθεί | εκπορθούσε | θα εκπορθεί | να εκπορθεί | ||
α' πληθ. | εκπορθούμε | εκπορθούσαμε | θα εκπορθούμε | να εκπορθούμε | ||
β' πληθ. | εκπορθείτε | εκπορθούσατε | θα εκπορθείτε | να εκπορθείτε | εκπορθείτε | |
γ' πληθ. | εκπορθούν(ε) | εκπορθούσαν(ε) | θα εκπορθούν(ε) | να εκπορθούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκπόρθησα | θα εκπορθήσω | να εκπορθήσω | εκπορθήσει | ||
β' ενικ. | εκπόρθησες | θα εκπορθήσεις | να εκπορθήσεις | εκπόρθησε | ||
γ' ενικ. | εκπόρθησε | θα εκπορθήσει | να εκπορθήσει | |||
α' πληθ. | εκπορθήσαμε | θα εκπορθήσουμε | να εκπορθήσουμε | |||
β' πληθ. | εκπορθήσατε | θα εκπορθήσετε | να εκπορθήσετε | εκπορθήστε | ||
γ' πληθ. | εκπόρθησαν εκπορθήσαν(ε) |
θα εκπορθήσουν(ε) | να εκπορθήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκπορθήσει | είχα εκπορθήσει | θα έχω εκπορθήσει | να έχω εκπορθήσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκπορθήσει | είχες εκπορθήσει | θα έχεις εκπορθήσει | να έχεις εκπορθήσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκπορθήσει | είχε εκπορθήσει | θα έχει εκπορθήσει | να έχει εκπορθήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκπορθήσει | είχαμε εκπορθήσει | θα έχουμε εκπορθήσει | να έχουμε εκπορθήσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκπορθήσει | είχατε εκπορθήσει | θα έχετε εκπορθήσει | να έχετε εκπορθήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκπορθήσει | είχαν εκπορθήσει | θα έχουν εκπορθήσει | να έχουν εκπορθήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκπορθούμαι | εκπορθούμουν | θα εκπορθούμαι | να εκπορθούμαι | ||
β' ενικ. | εκπορθείσαι | εκπορθούσουν | θα εκπορθείσαι | να εκπορθείσαι | ||
γ' ενικ. | εκπορθείται | εκπορθούνταν | θα εκπορθείται | να εκπορθείται | ||
α' πληθ. | εκπορθούμαστε | εκπορθούμασταν εκπορθούμαστε |
θα εκπορθούμαστε | να εκπορθούμαστε | ||
β' πληθ. | εκπορθείστε | εκπορθούσασταν εκπορθούσαστε |
θα εκπορθείστε | να εκπορθείστε | εκπορθείστε | |
γ' πληθ. | εκπορθούνται | εκπορθούνταν | θα εκπορθούνται | να εκπορθούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκπορθήθηκα | θα εκπορθηθώ | να εκπορθηθώ | εκπορθηθεί | ||
β' ενικ. | εκπορθήθηκες | θα εκπορθηθείς | να εκπορθηθείς | εκπορθήσου | ||
γ' ενικ. | εκπορθήθηκε | θα εκπορθηθεί | να εκπορθηθεί | |||
α' πληθ. | εκπορθηθήκαμε | θα εκπορθηθούμε | να εκπορθηθούμε | |||
β' πληθ. | εκπορθηθήκατε | θα εκπορθηθείτε | να εκπορθηθείτε | εκπορθηθείτε | ||
γ' πληθ. | εκπορθήθηκαν εκπορθηθήκαν(ε) |
θα εκπορθηθούν(ε) | να εκπορθηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκπορθηθεί | είχα εκπορθηθεί | θα έχω εκπορθηθεί | να έχω εκπορθηθεί | εκπορθημένος | |
β' ενικ. | έχεις εκπορθηθεί | είχες εκπορθηθεί | θα έχεις εκπορθηθεί | να έχεις εκπορθηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκπορθηθεί | είχε εκπορθηθεί | θα έχει εκπορθηθεί | να έχει εκπορθηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκπορθηθεί | είχαμε εκπορθηθεί | θα έχουμε εκπορθηθεί | να έχουμε εκπορθηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκπορθηθεί | είχατε εκπορθηθεί | θα έχετε εκπορθηθεί | να έχετε εκπορθηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκπορθηθεί | είχαν εκπορθηθεί | θα έχουν εκπορθηθεί | να έχουν εκπορθηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εκπορθημένος - είμαστε, είστε, είναι εκπορθημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εκπορθημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εκπορθημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εκπορθημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εκπορθημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εκπορθημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εκπορθημένοι |