αλώσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αλώσιμος | η | αλώσιμη | το | αλώσιμο |
γενική | του | αλώσιμου | της | αλώσιμης | του | αλώσιμου |
αιτιατική | τον | αλώσιμο | την | αλώσιμη | το | αλώσιμο |
κλητική | αλώσιμε | αλώσιμη | αλώσιμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αλώσιμοι | οι | αλώσιμες | τα | αλώσιμα |
γενική | των | αλώσιμων | των | αλώσιμων | των | αλώσιμων |
αιτιατική | τους | αλώσιμους | τις | αλώσιμες | τα | αλώσιμα |
κλητική | αλώσιμοι | αλώσιμες | αλώσιμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλώσιμος < αρχαία ελληνική ἁλώσιμος
Επίθετο επεξεργασία
αλώσιμος, -η, -ο
- που μπορεί να αλωθεί
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη άλωση
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλώσιμος