Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευγονικός η ευγονική το ευγονικό
      γενική του ευγονικού της ευγονικής του ευγονικού
    αιτιατική τον ευγονικό την ευγονική το ευγονικό
     κλητική ευγονικέ ευγονική ευγονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευγονικοί οι ευγονικές τα ευγονικά
      γενική των ευγονικών των ευγονικών των ευγονικών
    αιτιατική τους ευγονικούς τις ευγονικές τα ευγονικά
     κλητική ευγονικοί ευγονικές ευγονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευγονικός < ευγονία + -ικός < αρχαία ελληνική εὐγονία. → δείτε και τη λέξη ευγονική, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική eugenics[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.vɣo.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐γο‐νι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

ευγονικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με την ευγονική ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη ευγονική

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία