ευγονική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευγονική | ||
γενική | της | ευγονικής | ||
αιτιατική | την | ευγονική | ||
κλητική | ευγονική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ευγονική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ευγονικός < ευγονία < αρχαία ελληνική εὐγονία, λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική eugenics[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.vɣo.niˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐γο‐νι‐κή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαευγονική θηλυκό, μόνο στον ενικό
- σύνολο πεποιθήσεων και μεθόδων με στόχο τη σωματική και πνευματική εξέλιξη του ανθρώπινου είδους, την απόκτηση ή αποφυγή συγκεκριμένων χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων, με τη βοήθεια της γενετικής και της κληρονομικότητας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ευγονική - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας