ευγονισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευγονισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική eugenism < αρχαία ελληνική εὖ (ευ-) → δείτε και τις λέξεις γένος και γίγνομαι + -ισμός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.vɣo.niˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐γο‐νι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαευγονισμός αρσενικό
- άλλη μορφή του ευγονική
Μεταφράσεις
επεξεργασία ευγονισμός
|