↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευήλατος η ευήλατη το ευήλατο
      γενική του ευήλατου της ευήλατης του ευήλατου
    αιτιατική τον ευήλατο την ευήλατη το ευήλατο
     κλητική ευήλατε ευήλατη ευήλατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευήλατοι οι ευήλατες τα ευήλατα
      γενική των ευήλατων των ευήλατων των ευήλατων
    αιτιατική τους ευήλατους τις ευήλατες τα ευήλατα
     κλητική ευήλατοι ευήλατες ευήλατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευήλατος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐήλατος < εὖ + ἐλατός (< ἐλαύνω). Συγχρονικά αναλύεται σε ευ- + -ήλατος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eˈvi.la.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐ή‐λα‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ευήλατος, -η, -ο [1]

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)