↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ετεροαπασχολούμενος η ετεροαπασχολούμενη το ετεροαπασχολούμενο
      γενική του ετεροαπασχολούμενου της ετεροαπασχολούμενης του ετεροαπασχολούμενου
    αιτιατική τον ετεροαπασχολούμενο την ετεροαπασχολούμενη το ετεροαπασχολούμενο
     κλητική ετεροαπασχολούμενε ετεροαπασχολούμενη ετεροαπασχολούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ετεροαπασχολούμενοι οι ετεροαπασχολούμενες τα ετεροαπασχολούμενα
      γενική των ετεροαπασχολούμενων των ετεροαπασχολούμενων των ετεροαπασχολούμενων
    αιτιατική τους ετεροαπασχολούμενους τις ετεροαπασχολούμενες τα ετεροαπασχολούμενα
     κλητική ετεροαπασχολούμενοι ετεροαπασχολούμενες ετεροαπασχολούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ετεροαπασχολούμενος: μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ετεροαπασχολούμαι < ετερο- + απασχολούμαι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.te.ɾo.a.pa.sxoˈlu.me.nos/

ετεροαπασχολούμενος

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία