Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ετεροαπασχολούμαι < ετερο- + απασχολούμαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.te.ɾo.a.pa.sxoˈlu.me/

  Ρήμα επεξεργασία

ετεροαπασχολούμαι

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία