↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποαπασχολούμενος η υποαπασχολούμενη το υποαπασχολούμενο
      γενική του υποαπασχολούμενου της υποαπασχολούμενης του υποαπασχολούμενου
    αιτιατική τον υποαπασχολούμενο την υποαπασχολούμενη το υποαπασχολούμενο
     κλητική υποαπασχολούμενε υποαπασχολούμενη υποαπασχολούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποαπασχολούμενοι οι υποαπασχολούμενες τα υποαπασχολούμενα
      γενική των υποαπασχολούμενων των υποαπασχολούμενων των υποαπασχολούμενων
    αιτιατική τους υποαπασχολούμενους τις υποαπασχολούμενες τα υποαπασχολούμενα
     κλητική υποαπασχολούμενοι υποαπασχολούμενες υποαπασχολούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υποαπασχολούμενος < μετοχή ενεστώτα μεσοπαθητικής φωνής του υποαπασχολούμαι

υποαπασχολούμενος αρσενικό, -η, -ο

  • που υποαπασχολείται, που εργάζεται αποσπασματικά, ασταθώς, διακεκομμένα, με μεγάλα διαστήματα ανεργίας

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία