υποαπασχολούμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποαπασχολούμενος < μετοχή ενεστώτα μεσοπαθητικής φωνής του υποαπασχολούμαι
Μετοχή επεξεργασία
υποαπασχολούμενος αρσενικό, -η, -ο
- που υποαπασχολείται, που εργάζεται αποσπασματικά, ασταθώς, διακεκομμένα, με μεγάλα διαστήματα ανεργίας
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποαπασχολούμενος