Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εσωκομματικός η εσωκομματική το εσωκομματικό
      γενική του εσωκομματικού της εσωκομματικής του εσωκομματικού
    αιτιατική τον εσωκομματικό την εσωκομματική το εσωκομματικό
     κλητική εσωκομματικέ εσωκομματική εσωκομματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εσωκομματικοί οι εσωκομματικές τα εσωκομματικά
      γενική των εσωκομματικών των εσωκομματικών των εσωκομματικών
    αιτιατική τους εσωκομματικούς τις εσωκομματικές τα εσωκομματικά
     κλητική εσωκομματικοί εσωκομματικές εσωκομματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εσωκομματικός < εσω- + κομματικός

  Επίθετο επεξεργασία

εσωκομματικός -ή -ό

  • που έχει σχέση με κάποιο κόμμα ή γίνεται μέσα σ’ αυτό, αφορά τις κομματικές δομές ή λειτουργίες

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία