εσωκομματικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εσωκομματικά < εσωκομματικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
εσωκομματικά
- με εσωκομματικό τρόπο ή διαδικασίες, σε εσωκομματικό πλαίσιο
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εσωκομματικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
εσωκομματικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εσωκομματικό