ερμητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ερμητικός < (μαρτυρείται από το 1812) (αντιδάνειο) γαλλική hermétique < μεσαιωνική λατινική hermeticus < ελληνιστική κοινή Ἑρμῆς Τρισμέγιστος (Hermes Thoth).
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ερμητικός, -ή, -ό
- εντελώς κλειστός, που δεν μπορεί να παραβιαστεί
- που χαρακτηρίζεται από αποκρυφισμό
- που ασχολείται με θεολογικές και φιλοσοφικές θεωρίες οι οποίες αποδίδονται στον Ερμή Τριμέγιστο
- που αποκωδικοποιείται με δυσκολία
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ερμητικός