Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛʁ.me.tik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hermétique hermétiques

hermétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία