σιβυλλικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σιβυλλικός < Σίβυλλα
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1882
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.vi.liˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /si.vi.liˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /si.vi.liˈko/ ουδέτερο
Επίθετο επεξεργασία
σιβυλλικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με τη Σίβυλλα
- αινιγματικός, μυστηριώδης