↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιβυλλικός η σιβυλλική το σιβυλλικό
      γενική του σιβυλλικού της σιβυλλικής του σιβυλλικού
    αιτιατική τον σιβυλλικό τη σιβυλλική το σιβυλλικό
     κλητική σιβυλλικέ σιβυλλική σιβυλλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιβυλλικοί οι σιβυλλικές τα σιβυλλικά
      γενική των σιβυλλικών των σιβυλλικών των σιβυλλικών
    αιτιατική τους σιβυλλικούς τις σιβυλλικές τα σιβυλλικά
     κλητική σιβυλλικοί σιβυλλικές σιβυλλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σιβυλλικός < Σίβυλλα
Η λέξη μαρτυρείται από το 1882

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.vi.liˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /si.vi.liˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /si.vi.liˈko/ ουδέτερο

  Επίθετο

επεξεργασία

σιβυλλικός, -ή, -ό

  1. που σχετίζεται με τη Σίβυλλα
  2. αινιγματικός, μυστηριώδης

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία