Ετυμολογία

επεξεργασία

ερμητικά < ερμητικ(ός) +

  Επίρρημα

επεξεργασία

ερμητικά

  • εντελώς, τελείως κλειστά
    ⮡  μάτια ερμητικά κλειστά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ερμητικά ουδέτερο