επευφημούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επευφημούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος επευφημώ / επευφημούμαι / (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπευφημούμενος, μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος ἐπευφημῶ
Μετοχή
επεξεργασίαεπευφημούμενος, -η, -ο
- που επευφημείται
- ⮡ Ο αυτοκράτορας έμπαινε συνήθως στον Ιππόδρομο επευφημούμενος από τα πλήθη, αλλά στη Στάση του Νίκα...
Αντώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη επευφημώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία επευφημούμενος