Δείτε επίσης: ἐπευφημούμενος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επευφημούμενος η επευφημούμενη το επευφημούμενο
      γενική του επευφημούμενου της επευφημούμενης του επευφημούμενου
    αιτιατική τον επευφημούμενο την επευφημούμενη το επευφημούμενο
     κλητική επευφημούμενε επευφημούμενη επευφημούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επευφημούμενοι οι επευφημούμενες τα επευφημούμενα
      γενική των επευφημούμενων των επευφημούμενων των επευφημούμενων
    αιτιατική τους επευφημούμενους τις επευφημούμενες τα επευφημούμενα
     κλητική επευφημούμενοι επευφημούμενες επευφημούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επευφημούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος επευφημώ / επευφημούμαι / (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπευφημούμενος, μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος ἐπευφημῶ

επευφημούμενος, -η, -ο

  • που επευφημείται
    ⮡  Ο αυτοκράτορας έμπαινε συνήθως στον Ιππόδρομο επευφημούμενος από τα πλήθη, αλλά στη Στάση του Νίκα...

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία