γιουχαϊσμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γιουχαϊσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γιουχαΐζω
Μετοχή
επεξεργασίαγιουχαϊσμένος
- που τον έχουν αποδοκιμάσει έντονα και μαζικά με κραυγές γιούχα ή και με παρατεταμένο ουουου
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γιουχαϊσμένος
|