↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γιουχαϊσμένος η γιουχαϊσμένη το γιουχαϊσμένο
      γενική του γιουχαϊσμένου της γιουχαϊσμένης του γιουχαϊσμένου
    αιτιατική τον γιουχαϊσμένο τη γιουχαϊσμένη το γιουχαϊσμένο
     κλητική γιουχαϊσμένε γιουχαϊσμένη γιουχαϊσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γιουχαϊσμένοι οι γιουχαϊσμένες τα γιουχαϊσμένα
      γενική των γιουχαϊσμένων των γιουχαϊσμένων των γιουχαϊσμένων
    αιτιατική τους γιουχαϊσμένους τις γιουχαϊσμένες τα γιουχαϊσμένα
     κλητική γιουχαϊσμένοι γιουχαϊσμένες γιουχαϊσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γιουχαϊσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γιουχαΐζω

γιουχαϊσμένος

  • που τον έχουν αποδοκιμάσει έντονα και μαζικά με κραυγές γιούχα ή και με παρατεταμένο ουουου

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία