γιουχαϊσμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαγιουχαϊσμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του γιουχαϊσμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του γιουχαϊσμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του γιουχαϊσμένος