γιούχα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γιούχα < (άμεσο δάνειο) τουρκική yuha
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈʝu.xa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γιού‐χα
- ομόηχο: Γιούχα
Επιφώνημα επεξεργασία
γιούχα
- επιφώνημα που δηλώνει αποδοκιμασία