Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γιουχαϊσμός οι γιουχαϊσμοί
      γενική του γιουχαϊσμού των γιουχαϊσμών
    αιτιατική τον γιουχαϊσμό τους γιουχαϊσμούς
     κλητική γιουχαϊσμέ γιουχαϊσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιουχαϊσμός < γιουχαΐζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γιουχαϊσμός αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία