γιουχαϊσμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γιουχαϊσμός < γιουχαΐζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
γιουχαϊσμός αρσενικό
- γιουχάισμα, το αποτέλεσμα και η ενέργεια του γιουχαΐζω, η εκδήλωση έντονης αποδοκιμασίας με γιούχα ή με ουουου
Άλλες μορφές επεξεργασία
- γιουχάρισμα ( < γιουχάρω)
- γιουχάισμα (< γιουχαΐζω)
Μεταφράσεις επεξεργασία
γιουχαϊσμός
|